Δείτε επίσης: Βάθη, βαθύ, Βαθύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βάθη
      γενική των βαθών
    αιτιατική τα βάθη
     κλητική βάθη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βάθη (ουσιαστικοποιημένο) πληθυντικός του βάθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάθη ουδέτερο στον πληθυντικό

  • το βαθύτερο μέρος ή τμήμα κάποιου πράγματος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

βάθη ουδέτερο