Βαθύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βαθύ | τα | Βαθιά |
γενική | του | Βαθιού | των | Βαθιών |
αιτιατική | το | Βαθύ | τα | Βαθιά |
κλητική | Βαθύ | Βαθιά | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Βαθύ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βαθύς
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈθi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐θύ
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Βαθύ ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Βαθύ στη Βικιπαίδεια