βαθιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βαθιώτικος < Βαθιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈθço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θιώ‐τικ‐ος
Επίθετο
επεξεργασία
βαθιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το Βαθύ ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθιώτικος
|