Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

głębokość (pl) θηλυκό

  • το βάθος, η απόσταση από την επιφάνεια μέχρι το βυθό ή το κάτω μέρος αντικειμένου

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία