βαθόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαθόμετρο | τα | βαθόμετρα |
γενική | του | βαθόμετρου & βαθομέτρου |
των | βαθόμετρων & βαθομέτρων |
αιτιατική | το | βαθόμετρο | τα | βαθόμετρα |
κλητική | βαθόμετρο | βαθόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαθόμετρο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη βαθύμετρο