Δείτε επίσης: ἔννοια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έννοια οι έννοιες
      γενική της έννοιας των εννοιών
    αιτιατική την έννοια τις έννοιες
     κλητική έννοια έννοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έννοια θηλυκό

  1. αφηρημένη ιδέα, νοητό κατασκεύασμα ή σύνθεση, μονάδα γνώσης που αντιπροσωπεύει στον νου ένα αντικείμενο ή ένα σύνολο αντικειμένων που έχουν κοινές ιδιότητες
    1. (κατ’ επέκταση) όρος
  2. σημασία ή ορισμός λέξης, έκφρασης, ιδέας κλπ.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έννοια οι έννοιες
      γενική της έννοιας
    αιτιατική την έννοια τις έννοιες
     κλητική έννοια έννοιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
έννοια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔννοια με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1] Δείτε και έγνοια

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έννοια θηλυκό, χωρίς γενική πληθυντικού