Ετυμολογία

επεξεργασία
αφαιρούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αφαιρώ

αφαιρούμαι

  1. με αφαιρούν
    • του αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα (= του τα στέρησαν)
    • αφαιρέθηκε ένα μέρος της διδακτάς ύλης (= η ύλη μειώθηκε)
    • αν αφαιρεθεί το 2 από το 3 μένει υπόλοιπο 1 (για την αριθμητική πράξη)
    • αφαιρέθηκε ένα μεγάλο ποσό από το χρηματοκιβώτιο (= κλάπηκε)
  2. για την προσοχή
    1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση όπου η προσοχή μου δεν είναι πια συγκεντρωμένη σε αυτό με το οποίο πρέπει να ασχοληθώ
      αφαιρέθηκα την ώρα του μαθήματος και δεν πρόσεξα τη λύση της άσκησης
    2. είμαι ολότελα απορροφημένος από αυτό που κάνω, ώστε δεν δίνω προσοχή σε κανένα άλλο εξωτερικό ερέθισμα
      αφαιρέθηκα τελείως με τη λύση της άσκησης και δεν κατάλαβα ότι χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία