αφαιρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφαιρούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αφαιρώ
Ρήμα
επεξεργασίααφαιρούμαι
- με αφαιρούν
- του αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα (= του τα στέρησαν)
- αφαιρέθηκε ένα μέρος της διδακτάς ύλης (= η ύλη μειώθηκε)
- αν αφαιρεθεί το 2 από το 3 μένει υπόλοιπο 1 (για την αριθμητική πράξη)
- αφαιρέθηκε ένα μεγάλο ποσό από το χρηματοκιβώτιο (= κλάπηκε)
- για την προσοχή
- βρίσκομαι σε μια κατάσταση όπου η προσοχή μου δεν είναι πια συγκεντρωμένη σε αυτό με το οποίο πρέπει να ασχοληθώ
- αφαιρέθηκα την ώρα του μαθήματος και δεν πρόσεξα τη λύση της άσκησης
- είμαι ολότελα απορροφημένος από αυτό που κάνω, ώστε δεν δίνω προσοχή σε κανένα άλλο εξωτερικό ερέθισμα
- αφαιρέθηκα τελείως με τη λύση της άσκησης και δεν κατάλαβα ότι χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα
- βρίσκομαι σε μια κατάσταση όπου η προσοχή μου δεν είναι πια συγκεντρωμένη σε αυτό με το οποίο πρέπει να ασχοληθώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αφαιρώ