αφαιρώ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αφαιρώ < αρχαία ελληνική ἀφαιρέω - ἀφαιρῶ < ἀπό + αἱρέω-ῶ
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
αφαιρώ
- παίρνω ένα κομμάτι ή ένα μέρος από ένα σύνολο ή μια ομάδα
- στερώ από κάποιον κάτι που του ανήκε
- του αφαίρεσαν τα πολιτικά δικαιώματα
- μειώνω κάτι ποιοτικά ή ποσοτικά
- κάνω την πράξη της αφαίρεσης, βρίσκοντας τη διαφορά μεταξύ δύο αριθμών
- αποσπώ κάτι με αθέμιτα μέσα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μαθηματική έννοια
|