αἱρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | αἱρῶ | αἱροῦμαι |
Παρατατικός | ᾕρουν | ᾑρούμην |
Μέλλοντας | αἱρήσω ελληνιστική ἑλῶ |
αἱρήσομαι, & αἱρεθήσομαι ἑλοῦμαι, σπάνια ᾑρήσομαι |
Αόριστος | εἷλον ελληνιστική εἷλα, ᾕρησα |
εἱλάμην, εἱλόμην & ᾑρέθην |
Παρακείμενος | ᾕρηκα | ᾕρημαι |
Υπερσυντέλικος | ᾑρήκειν | ᾑρήμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἱρέω < άγνωστης ετυμολογίας. [1] Δε σχετίζεται με το ἀείρω / αἴρω (σηκώνω).
- Το αοριστικό θέμα (όπως στο ἑλεῖν → δείτε εἷλον) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *selh₁-.[2]
Ρήμα
επεξεργασίααἱρέω/αἱρῶ - μεσοπαθητική φωνή: αἱρέομαι/αἱροῦμαι
- παίρνω με το χέρι, πιάνω, παίρνω κάτι στο χέρι μου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 61 (στίχοι 61-62)
- αἱ δ᾽ ἀπὸ μὲν σῖτον πολὺν ᾕρεον ἠδὲ τραπέζας | καὶ δέπα, ἔνθεν ἄρ᾽ ἄνδρες ὑπερμενέοντες ἔπινον·
- άλλες επήραν να μαζεύουν τα πολλά αποφάγια, τις τάβλες και τις κούπες σήκωσαν απ᾽ όπου οι αλαζόνες έπιναν μνηστήρες.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αἱ δ᾽ ἀπὸ μὲν σῖτον πολὺν ᾕρεον ἠδὲ τραπέζας | καὶ δέπα, ἔνθεν ἄρ᾽ ἄνδρες ὑπερμενέοντες ἔπινον·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 61 (στίχοι 61-62)
- καταλαμβάνω, κυριεύω, αρπάζω
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 167 (167-168)
- τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ἕλεν δέος, οὐδέ τις αὐτῶν | φθέγξατο.
- Και όλους δέος τούς κυρίευσε, κανένας τους | δε μίλησε.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ἕλεν δέος, οὐδέ τις αὐτῶν | φθέγξατο.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 267
- Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι πόλιν.
- γιατί του Πρίαμου οι Έλληνες πήραν την πόλη.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι πόλιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 115.2
- τῶν δὲ ἐν Κύπρῳ πολίων ἀντέσχε χρόνον ἐπὶ πλεῖστον πολιορκευμένη Σόλοι, τὴν πέριξ ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος πέμπτῳ μηνὶ εἷλον οἱ Πέρσαι.
- Από τις πόλεις της Κύπρου περισσότερο καιρό άντεξαν οι Σόλοι, που οι Πέρσες την κυρίεψαν ύστερ᾽ από τέσσερες μήνες, σκάβοντας λαγούμια κάτω από το τείχος που την έζωνε.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τῶν δὲ ἐν Κύπρῳ πολίων ἀντέσχε χρόνον ἐπὶ πλεῖστον πολιορκευμένη Σόλοι, τὴν πέριξ ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος πέμπτῳ μηνὶ εἷλον οἱ Πέρσαι.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 167 (167-168)
- συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω
- νικώ, κερδίζω, αποκτώ
- αποκτώ την συμπάθεια κάποιου
- μεσοπαθητική φωνή: → δείτε αἱρέομαι/αἱροῦμαι με επιπλέον σημασίες
- (δικανικός όρος) αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάτι
- (στη μέση φωνή) παίρνω για τον εαυτό μου,
- (στη μέση φωνή) επιλέγω, εκλέγω, προτιμώ να κάνω κάτι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 107.2
- καὶ ἡγεμόνα τοῦ παντὸς ξυμμαχικοῦ αἱροῦνται Δημοσθένη μετὰ τῶν σφετέρων στρατηγῶν.
- κι ανακήρυξαν γενικό αρχηγό του συμμαχικού στρατού τον Δημοσθένη, που θα συνεργαζόταν με τους δικούς τους στρατηγούς.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ἡγεμόνα τοῦ παντὸς ξυμμαχικοῦ αἱροῦνται Δημοσθένη μετὰ τῶν σφετέρων στρατηγῶν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ Στεφάνου Λόγος, 109
- οὔτε γὰρ ἐν τῇ πόλει τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαι᾽ εἱλόμην,
- Γιατί ούτε στην πόλη προτίμησα την ευγνωμοσύνη των πλουσίων από τα δίκαια του λαού
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
- οὔτε γὰρ ἐν τῇ πόλει τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαι᾽ εἱλόμην,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 107.2
- (στην παθητική φωνή) κυριεύομαι
- (στην παθητική φωνή) εκλέγομαι, επιλέγομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : ενεστ. αἱρέει, αἱρέουσι
- ιωνικός τύπος : παρατ. αἵρεον, ἥρεον
- ιωνικός τύπος : αόρ. β' εἵλευ, ἕλεσκον, παθ. αόρ. αἱρέθην
- ιωνικός τύπος : παρακ. ἀραίρηκα, αἵρηκα
- ιωνικός τύπος : υπερσ. ἀραιρήκεε, παθ. υπερσ. ἀραίρητο
- επικός τύπος : αόρ. ἕλον
Σημειώσεις
επεξεργασία- στην παθητική φωνή αντικαθίσταται από το ἁλίσκομαι
- Το αἱρέω / αἱρῶ (κυριεύω) δε σχετίζεται με το ἀείρω / αἴρω (σηκώνω)
Εκφράσεις
επεξεργασία- ὁ λόγος αἱρέει: ο λόγος αποδεικνύει, αυτό φαίνεται καλό σε κάποιον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 33.2
- τὸν δὲ δὴ ποταμὸν τοῦτον τὸν παραρρέοντα καὶ Ἐτέαρχος συνεβάλλετο εἶναι Νεῖλον, καὶ δὴ καὶ ὁ λόγος οὕτω αἱρέει.
- Όσο για τον ποταμό που κυλάει εκεί γύρω, ο Ετέαρχος είχε κι αυτός τη γνώμη ότι είναι ο Νείλος, πράγμα που το αποδείχνει και η λογική.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸν δὲ δὴ ποταμὸν τοῦτον τὸν παραρρέοντα καὶ Ἐτέαρχος συνεβάλλετο εἶναι Νεῖλον, καὶ δὴ καὶ ὁ λόγος οὕτω αἱρέει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 33.2
Σύνθετα
επεξεργασία- (σύνθετα που λήγουν σε -αιρέω)
- ἀφαιρέω
- ἀναιρέω
- ἀνθυφαιρέω
- ἀνταφαιρέω
- ἀνταναιρέω
- ἀντιδιαιρέω
- ἀντικαθαιρέω
- ἀπεξαιρέω
- ἀποδιαιρέω
- ἀποπροαιρέω
- διαφαιρέω
- διαιρέω
- διεξαιρέω
- ἐξαφαιρέω
- ἐξαιρέω
- ἐξαναιρέω
- ἐφαιρέω
- ἐγκαθαιρέω
- ἐναιρέω
- ἐπαφαιρέω
- ἐπαναιρέω
- ἐπιδιαιρέω
- ἐπικαθαιρέω
- καθαιρέω
- καταδιαιρέω
- μεθαιρέω
- παραφαιρέω
- παραιρέω
- παρεξαιρέω
- περιαιρέω
- περιαναιρέω
- περιδιαιρέω
- περιεξαιρέω
- περιαιρέω
- περιαναιρέω
- περιδιαιρέω
- περιεξαιρέω
- προαφαιρέω
- προαιρέω
- προαναιρέω
- προδιαιρέω
- προεξαιρέω
- προαφαιρέω
- προαιρέω
- προαναιρέω
- προδιαιρέω
- προεξαιρέω
- προκαθαιρέω
- προσαφαιρέω
- προσαναιρέω
- προσδιαιρέω
- προσεπιδιαιρέω
- προσκαθαιρέω
- προσθαφαιρέω
- προσυναιρέω
- προϋφαιρέω
- προυφαιρέω
- συγκαθαιρέω
- συγκαταιρέω
- συναφαιρέω
- συναιρέω
- συναναιρέω
- συνδιαιρέω
- συνεξαιρέω
- ὑφαιρέω
- ὑφεξαιρέω
- ὑπαιρέω
- ὑπαναιρέω
- ὑπεξαιρέω
- ὑποδιαιρέω
- (σύνθετα που λήγουν σε -αιρέομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ ἑλεῖν - αἱρέω σελ. 42 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- αἱρέω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- αἱρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἱρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.