αἵρεσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αἵρεσῐς | αἱ | αἱρέσεις |
γενική | τῆς | αἱρέσεως | τῶν | αἱρέσεων |
δοτική | τῇ | αἱρέσει | ταῖς | αἱρέσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | αἵρεσῐν | τὰς | αἱρέσεις |
κλητική ὦ! | αἵρεσῐ | αἱρέσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἱρέσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἱρεσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αἵρεσις, -εως θηλυκό
- προτίμηση, κλίση
- η άλωση, ιδίως μιας πόλης
- πλάνο κατάκτησης μιας περιοχής
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 97.1
- τῷ δὲ Δημοσθένει τοιόνδε τι οἱ Μεσσήνιοι παρῄνουν· ὅπερ καὶ τὸ πρῶτον ἀναδιδάσκοντες αὐτὸν τῶν Αἰτωλῶν ὡς εἴη ῥᾳδία ἡ αἵρεσις,
- Οι Μεσσήνιοι, όμως, επιμέναν για να εφαρμόσει ο Δημοσθένης το αρχικό σχέδιο, λέγοντάς του ότι ήταν εύκολο να υποτάξει τους Αιτωλούς
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τῷ δὲ Δημοσθένει τοιόνδε τι οἱ Μεσσήνιοι παρῄνουν· ὅπερ καὶ τὸ πρῶτον ἀναδιδάσκοντες αὐτὸν τῶν Αἰτωλῶν ὡς εἴη ῥᾳδία ἡ αἵρεσις,
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 97.1
- η εκλογή ατόμου μετά από τις εκλογές
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 61
- Ἐν γὰρ τῇ τῶν ἀρχόντων αἱρέσει καὶ τῷ βίῳ τῷ καθ᾽ ἡμέραν καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδεύμασιν ἴδοιμεν ἂν παρ᾽ αὐτοῖς τὰς ἰσότητας καὶ τὰς ὁμοιότητας μᾶλλον ἢ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἰσχυούσας·
- Γιατί θα διαπιστώσουμε ότι σ᾽ αυτούς περισσότερο από ό,τι σε άλλους ισχύουν η ισότητα και η ισοτιμία ως προς την εκλογή των αρχόντων, την καθημερινή τους ζωή και τις ασχολίες τους.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Ἐν γὰρ τῇ τῶν ἀρχόντων αἱρέσει καὶ τῷ βίῳ τῷ καθ᾽ ἡμέραν καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδεύμασιν ἴδοιμεν ἂν παρ᾽ αὐτοῖς τὰς ἰσότητας καὶ τὰς ὁμοιότητας μᾶλλον ἢ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἰσχυούσας·
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 61
- δικαίωμα ή δυνατότητα υιοθέτησης μιας αντίληψης, επιλογή
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 61.1
- Καὶ γὰρ οἷς μὲν αἵρεσις γεγένηται τἆλλα εὐτυχοῦσι, πολλὴ ἄνοια πολεμῆσαι
- Είναι, βέβαια, μεγάλη ανοησία να προτιμήσει κανείς να πολεμήσει, όταν έχει την ευχέρεια της εκλογής και όταν όλα πάνε καλά.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Καὶ γὰρ οἷς μὲν αἵρεσις γεγένηται τἆλλα εὐτυχοῦσι, πολλὴ ἄνοια πολεμῆσαι
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 357a
- ἐπεὶ δὲ δὴ ἡδονῆς τε καὶ λύπης ἐν ὀρθῇ τῇ αἱρέσει ἐφάνη ἡμῖν ἡ σωτηρία τοῦ βίου οὖσα, τοῦ τε πλέονος καὶ ἐλάττονος
- Παραπάνω είδαμε ότι η σωτηρία μας κρέμεται από την ορθή εκλογή ανάμεσα στην ηδονή και τη λύπη, δηλαδή την εκλογή ανάμεσα στο περισσότερο και το λιγότερο,
- Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
- ἐπεὶ δὲ δὴ ἡδονῆς τε καὶ λύπης ἐν ὀρθῇ τῇ αἱρέσει ἐφάνη ἡμῖν ἡ σωτηρία τοῦ βίου οὖσα, τοῦ τε πλέονος καὶ ἐλάττονος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 61.1
- φιλοσοφική σχολή, αρχή
- (ελληνιστική σημασία) η αίρεση, κυρίως θρησκευτική
- προμελετημένο σχέδιο, σκοπός
Συγγενικά επεξεργασία
- αἱρέω
- αἱρέομαι
- ἀφαίρεσις
- ἀναίρεσις
- ἀνθαίρεσις
- ἀνθυφαιρεσις
- ἀνταναίρεσις
- ἀντιδιαίρεσις
- ἀντιπροαίρεσις
- διαίρεσις
- ἐξαίρεσις
- ἐπαφαίρεσις
- ἐπαναίρεσις
- ἐπιδιαίρεσις
- καθαίρεσις
- καταδιαίρεσις
- καταίρεσις
- παραίρεσις
- περιαίρεσις
- προαίρεσις
- προαναίρεσις
- προσθαφαίρεσις
- προσυναίρεσις
- συναίρεσις
- συναναίρεσις
- ὑφαίρεσις
- ὑπεξαίρεσις
- ὑποδιαίρεσις
Πηγές επεξεργασία
- αἵρεσις - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- αἵρεσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἵρεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.