Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάκτηση οι κατακτήσεις
      γενική της κατάκτησης* των κατακτήσεων
    αιτιατική την κατάκτηση τις κατακτήσεις
     κλητική κατάκτηση κατακτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάκτηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάκτη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική κατακτάομαι / κατακτῶμαι < κατά + κτάομαι / κτῶμαι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conquête)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.kt.isi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐κτη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάκτηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία