Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
capture captures

capture (en)

  • η κατάληψη
    ⮡  the capture of an enemy fort - η κατάληψη ενός εχθρικού φρουρίου
ενεστώτας capture
γ΄ ενικό ενεστώτα captures
αόριστος captured
παθητική μετοχή captured
ενεργητική μετοχή capturing

capture (en)

  1. κυριεύω, κατακτώ, αρπάζω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη conquer
  2. αιχμαλωτίζω
  3. γοητεύω
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 425. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κατάληψη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

capture (fr) θηλυκό