αρπάζω
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρπάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁρπάζω
Ρήμα
επεξεργασίααρπάζω, παθητικό αρπάζομαι, παθητική μετοχή αρπαγμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- αρπαγή
- άρπαγας
- αρπακτικός, αρπακτικό
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρπάζω | άρπαζα | θα αρπάζω | να αρπάζω | αρπάζοντας | |
β' ενικ. | αρπάζεις | άρπαζες | θα αρπάζεις | να αρπάζεις | άρπαζε | |
γ' ενικ. | αρπάζει | άρπαζε | θα αρπάζει | να αρπάζει | ||
α' πληθ. | αρπάζουμε | αρπάζαμε | θα αρπάζουμε | να αρπάζουμε | ||
β' πληθ. | αρπάζετε | αρπάζατε | θα αρπάζετε | να αρπάζετε | αρπάζετε | |
γ' πληθ. | αρπάζουν(ε) | άρπαζαν αρπάζαν(ε) |
θα αρπάζουν(ε) | να αρπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άρπαξα | θα αρπάξω | να αρπάξω | αρπάξει | ||
β' ενικ. | άρπαξες | θα αρπάξεις | να αρπάξεις | άρπαξε | ||
γ' ενικ. | άρπαξε | θα αρπάξει | να αρπάξει | |||
α' πληθ. | αρπάξαμε | θα αρπάξουμε | να αρπάξουμε | |||
β' πληθ. | αρπάξατε | θα αρπάξετε | να αρπάξετε | αρπάξτε | ||
γ' πληθ. | άρπαξαν αρπάξαν(ε) |
θα αρπάξουν(ε) | να αρπάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρπάξει | είχα αρπάξει | θα έχω αρπάξει | να έχω αρπάξει | ||
β' ενικ. | έχεις αρπάξει | είχες αρπάξει | θα έχεις αρπάξει | να έχεις αρπάξει | ||
γ' ενικ. | έχει αρπάξει | είχε αρπάξει | θα έχει αρπάξει | να έχει αρπάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρπάξει | είχαμε αρπάξει | θα έχουμε αρπάξει | να έχουμε αρπάξει | ||
β' πληθ. | έχετε αρπάξει | είχατε αρπάξει | θα έχετε αρπάξει | να έχετε αρπάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρπάξει | είχαν αρπάξει | θα έχουν αρπάξει | να έχουν αρπάξει |
|