snatch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | snatch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snatches |
αόριστος | snatched |
παθητική μετοχή | snatched |
ενεργητική μετοχή | snatching |
Ρήμα
επεξεργασίαsnatch (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αρπάζω, πιάνω κάτι, συνήθως βίαια ή με γρήγορη, ορμητική κίνηση
- ⮡ The dog snatched the bone and ran off.
- Ο σκύλος άρπαξε το κόκκαλο και το 'σκασε.
- ⮡ He snatched the letter out of my hands.
- Μου άρπαξε το γράμμα από τα χέρια.
- ⮡ The dog snatched the bone and ran off.
- (μεταβατικό) αρπάζω, κλέβω ή απάγω
- ⮡ He snatched everything he could out of the cash register and disappeared.
- Άρπαξε από το ταμείο όσα μπόρεσε κι εξαφανίστηκε.
- ⮡ The thief snatched her bag.
- Ο κλέφτης τής άρπαξε την τσάντα.
- ⮡ They snatched the children from their parents.
- Αρπάξανε τα παιδιά από τους γονείς τους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη steal
- ⮡ He snatched everything he could out of the cash register and disappeared.
- (μεταβατικό) αρπάζω, παίρνω κάτι γρήγορα, ειδικά επειδή δεν έχω πολύ χρόνο
- ⮡ I snatched a kiss/ten minutes of sleep and left.
- Άρπαξα ένα φιλί/δέκα λεπτών ύπνο κι έφυγα.
- ⮡ I snatched a kiss/ten minutes of sleep and left.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη grab