ενεστώτας snatch
γ΄ ενικό ενεστώτα snatches
αόριστος snatched
παθητική μετοχή snatched
ενεργητική μετοχή snatching

snatch (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αρπάζω, πιάνω κάτι, συνήθως βίαια ή με γρήγορη, ορμητική κίνηση
    ⮡  The dog snatched the bone and ran off.
    Ο σκύλος άρπαξε το κόκκαλο και το 'σκασε.
    ⮡  He snatched the letter out of my hands.
    Μου άρπαξε το γράμμα από τα χέρια.
  2. (μεταβατικό) αρπάζω, κλέβω ή απάγω
    ⮡  He snatched everything he could out of the cash register and disappeared.
    Άρπαξε από το ταμείο όσα μπόρεσε κι εξαφανίστηκε.
    ⮡  The thief snatched her bag.
    Ο κλέφτης τής άρπαξε την τσάντα.
    ⮡  They snatched the children from their parents.
    Αρπάξανε τα παιδιά από τους γονείς τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη steal
  3. (μεταβατικό) αρπάζω, παίρνω κάτι γρήγορα, ειδικά επειδή δεν έχω πολύ χρόνο
    ⮡  I snatched a kiss/ten minutes of sleep and left.
    Άρπαξα ένα φιλί/δέκα λεπτών ύπνο κι έφυγα.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη grab