grab
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | grab |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grabs |
αόριστος | grabbed |
παθητική μετοχή | grabbed |
ενεργητική μετοχή | grabbing |
Ρήμα
επεξεργασίαgrab (en)
- (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
- (μεταβατικό) πάω, έχω ή παίρνω κάτι γρήγορα, ειδικά επειδή βιάζομαι
- ⮡ Do you want to grab a cup of coffee over the weekend?
- Θέλεις να πάμε για έναν καφέ το Σαββατοκύριακο;
- ⮡ Do you want to grab a cup of coffee over the weekend?
Πηγές
επεξεργασία- grab - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 701-703. ISBN 9780194325684., λήμμα: πιάνω