grab
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | grab |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grabs |
αόριστος | grabbed |
παθητική μετοχή | grabbed |
ενεργητική μετοχή | grabbing |
Ρήμα
επεξεργασίαgrab (en)
- (μεταβατικό) αρπάζω, σφίγγω, πιάνω, παίρνω ή κρατάω κάποιον ή κάτι με το χέρι σου ξαφνικά ή τραχιά
- ⮡ She grabbed the pistol and fired.
- Άρπαξε το πιστόλι και πυροβόλησε.
- ⮡ He grabbed the thief by the collar.
- Άρπαξε τον κλέφτη από το γιακά.
- ⮡ He grabbed my arm.
- Μου άρπαξε το μπράτσο.
- ⮡ He grabbed the rope.
- Έσφιξε το σχοινί.
- ⮡ She grabbed my hands.
- Μου έπιασε τα χέρια.
- ⮡ He grabbed the guitar and started to play.
- Έπιασε την κιθάρα και άρχισε να παίζει.
- ≈ συνώνυμα: seize, snatch και take, → και δείτε τη λέξη grasp
- ⮡ She grabbed the pistol and fired.
- (μεταβατικό) πάω για κάτι, έχω ή παίρνω κάτι γρήγορα, ειδικά επειδή βιάζομαι
- ⮡ Do you want to grab a cup of coffee over the weekend?
- Θέλεις να πάμε για έναν καφέ το Σαββατοκύριακο;
- ⮡ Do you want to grab a cup of coffee over the weekend?
Πηγές
επεξεργασία- grab - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 701-703. ISBN 9780194325684., λήμμα: πιάνω