Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας grab
γ΄ ενικό ενεστώτα grabs
αόριστος grabbed
παθητική μετοχή grabbed
ενεργητική μετοχή grabbing

  Ρήμα επεξεργασία

grab (en)

  1. (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
    He grabbed the rope.
    Έσφιξε το σχοινί.
    She grabbed my hands/my arm.
    Μου έπιασε τα χέρια/το μπράτσο.
    He grabbed the guitar and started to play.
    Έπιασε την κιθάρα και άρχισε να παίζει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
  2. (μεταβατικό) πάω, έχω ή παίρνω κάτι γρήγορα, ειδικά επειδή βιάζομαι
    Do you want to grab a cup of coffee over the weekend?
    Θέλεις να πάμε για έναν καφέ το Σαββατοκύριακο;

  Πηγές επεξεργασία