Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grasp grasps

grasp (en) (συνήθως ενικός)

  1. το κράτημα, το πιάσιμο, το σφίξιμο, η ενέργεια του να κρατάω γερά, του να πιάνω ή του να σφίγγω
    ⮡  I grabbed him but he slipped from my grasp.
    Τον έπιασα, αλλά μου ξέφυγε από το κράτημα.
    ⮡  Her grasp on the rope was strong.
    Το πιάσιμο της του σχοινιού ήταν γερό.
    ⮡  He felt the grasp on his arm as they pulled him back.
    Ένιωσε το σφίξιμο στο μπράτσο του καθώς τον τράβηξαν πίσω.
     συνώνυμα:  grip και hold
  2. η αντίληψη, η κατανόηση
    ⮡  I have a clear grasp of the problem.
    Έχω σαφή αντίληψη/κατανόηση του προβλήματος.
    ⮡  It’s a problem that’s beyond my grasp.
    Είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να το καταλάβω.
     συνώνυμα: grip, → και δείτε τη λέξη understanding
ενεστώτας grasp
γ΄ ενικό ενεστώτα grasps
αόριστος grasped
παθητική μετοχή grasped
ενεργητική μετοχή grasping

grasp (en) (μεταβατικό)

  1. αρπάζω, αδράχνω, σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
    ⮡  She grasped my arm.
    Μου άρπαξε το μπράτσο.
    ⮡  He grasped the sword and rushed at the enemy.
    Άδραξε το σπαθί κι όρμησε στον εχθρό.
    ⮡  He grasped the money in his hand.
    Έσφιξε τα λεφτά στο χέρι του.
    ⮡  She grasped the rope tightly.
    Έπιασε σφιχτά το σχοινί.
     συνώνυμα:  clasp, clench, clutch, grab, grip, hang on, hold, seize, squeeze και take
  2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι απόλυτα
    ⮡  His theory is hard to grasp.
    Η θεωρία του είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
    ⮡  I’m not totally grasping your idea.
    Δεν αντιλαμβάνομαι εντελώς την ιδέα σας.
    ⮡  He doesn’t grasp what a difficult situation we’re in.
    Δεν καταλαβαίνει σε τι δύσκολη θέση είμαστε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
  3. αρπάζω μια ευκαιρία
    ⮡  He grasped the opportunity and got rich.
    Άρπαξε την ευκαιρία και πλούτισε.
     συνώνυμα: seize

Παράγωγα

επεξεργασία