grasp
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | grasp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grasps |
αόριστος | grasped |
παθητική μετοχή | grasped |
ενεργητική μετοχή | grasping |
Ρήμα
επεξεργασίαgrasp (en)
- σφίγγω, αρπάζω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
- κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι απόλυτα
- ↪ His theory is hard to grasp.
- Η θεωρία του είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
- ↪ I’m not totally grasping your idea.
- Δεν αντιλαμβάνομαι εντελώς την ιδέα σας.
- ↪ He doesn’t grasp what a difficult situation we’re in.
- Δεν καταλαβαίνει σε τι δύσκολη θέση είμαστε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- ↪ His theory is hard to grasp.
Πηγές
επεξεργασία- grasp - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 701-703, 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: πιάνω, σφίγγω