πιάσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπιάσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πιάνω
- το κράτημα με το χέρι κάποιου αντικειμένου
- το μάγκωμα
- η σύλληψη ενός ύποπτου ή παρανόμου
- η σύλληψη και κύηση
- η κατάληψη ενός χώρου ή μιας θέσης
- το κόλλημα του φαγητού που μαγειρεύουμε
- η ενοικίαση
- η επιτυχής ανάπτυξη ενός φυτού που φυτέψαμε
- η αγκύλωση, το μούδιασμα, η παραλυσία μέρους ή ολόκληρου του σώματος μας
- το συνήθως πρόχειρη στερέωση υφάσματος ή άλλου αντικειμένου
- το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να το πιάσει, λαβή, χερούλι, χειρολαβή
- (συνήθως στον πληθυντικό) οι γυναικείες καμπύλες
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιτυχής ανάπτυξη ενός φυτού
|