Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιάσιμο τα πιασίματα
      γενική του πιασίματος των πιασιμάτων
    αιτιατική το πιάσιμο τα πιασίματα
     κλητική πιάσιμο πιασίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιάσιμο < πιάσ- (αοριστικό θέμα του πιάνω) + -ιμο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιάσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πιάνω
    • το κράτημα με το χέρι κάποιου αντικειμένου
    • το μάγκωμα
    • η σύλληψη ενός ύποπτου ή παρανόμου
    • η σύλληψη και κύηση
    • η κατάληψη ενός χώρου ή μιας θέσης
    • το κόλλημα του φαγητού που μαγειρεύουμε
    • η ενοικίαση
    • η επιτυχής ανάπτυξη ενός φυτού που φυτέψαμε
    • η αγκύλωση, το μούδιασμα, η παραλυσία μέρους ή ολόκληρου του σώματος μας
  2. το συνήθως πρόχειρη στερέωση υφάσματος ή άλλου αντικειμένου
  3. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να το πιάσει, λαβή, χερούλι, χειρολαβή
  4. (συνήθως στον πληθυντικό) οι γυναικείες καμπύλες

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία