πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύηση οι κυήσεις
      γενική της κύησης* των κυήσεων
    αιτιατική την κύηση τις κυήσεις
     κλητική κύηση κυήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύηση θηλυκό

  • η περίοδος της ανάπτυξης του ανθρώπινου εμβρύου από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τη γέννηση
      «Συναντώ συνεχώς νέες γυναίκες, που όταν πάνε για δουλειά τις ρωτούν στις συνεντεύξεις αν πρόκειται να παντρευτούν και αν πρόκειται να αποκτήσουν παιδιά», σημείωσε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της Σοροπτιμιστικής Ένωσης Ελλάδος. «Είναι σημάδι ότι η γυναίκα που θα ζητήσει δουλειά», επισήμανε με νόημα, «ή πρέπει πλέον να έχει αποπαιδιάσει, που σημαίνει ότι δε θα χρειάζεται άδειες κύησης και άδειες λοχείας, ή πρέπει να παραείναι νέα...» (Όταν το «θαύμα της ζωής» γίνεται εμπόδιο στην εύρεση εργασίας, Παρατηρητής της Θράκης, paratiritis-news.gr, 05/04/2016

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία