Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυοφορία οι κυοφορίες
      γενική της κυοφορίας των κυοφοριών
    αιτιατική την κυοφορία τις κυοφορίες
     κλητική κυοφορία κυοφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυοφορία < (ελληνιστική κοινήκυοφορία < κυοφόρος < κύω + φέρω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gestation)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.o.foˈɾi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυοφορία θηλυκό

  1. η χρονική διάρκεια και οι διεργασίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη εμβρύου και συντελούνται στη μήτρα ενός θηλυκού από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι και τον τοκετό
  2. (μεταφορικά) η χρονική διάρκεια και οι διεργασίες που σχετίζονται με την εμφάνιση κάτι νέου: μιας ιδέας, μιας απόφασης κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία