κυοφορία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυοφορία < (ελληνιστική κοινή) κυοφορία < κυοφόρος < κύω + φέρω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gestation)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.o.foˈɾi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυοφορία θηλυκό
- η χρονική διάρκεια και οι διεργασίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη εμβρύου και συντελούνται στη μήτρα ενός θηλυκού από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι και τον τοκετό
- (μεταφορικά) η χρονική διάρκεια και οι διεργασίες που σχετίζονται με την εμφάνιση κάτι νέου: μιας ιδέας, μιας απόφασης κ.λπ.