διεργασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διεργασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διεργασία θηλυκό
- τρόπος διαμόρφωσης, προετοιμασία
- (πληροφορική) ένα πρόγραμμα στη διάρκεια της λειτουργίας του (εκτέλεσης) [1]
- ≈ συνώνυμα: εργασία
- υπώνυμο: πολυδιεργασία
- Δείτε επίσης: Διεργασία (υπολογιστές) στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 32 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019