Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

processo (pt) < λατινικό procedere

  Ουσιαστικό επεξεργασία

processo (pt) αρσενικό

  1. η διαδικασία, ο τρόπος δράσης
  2. δικαστική ενέργεια
  3. στην πληροφορική, διαδικασία προγραμματισμού ως σύνολο