εμφάνιση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εμφάνιση < αρχαία ελληνική ἐμφάνισις
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛɱ.ˈfa.ni.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εμφάνιση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του εμφανίζω/εμφανίζομαι, το να έρχεται κάτι σε σημείο που μπορούν να το δουν
- η διαδικασία του εμφανίζω/εμφανίζομαι..
- το παρουσιαστικό κάποιου ατόμου, το πως φαίνεται στους άλλους
- φοράει ότι ρούχα νάναι, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την εμφάνισή της
- η διαδικασία μετατροπής φωτογραφικού φιλμ ή άλλου φωτοευαίσθητου υλικού σε μορφή αρνητικού
- έδωσα το φιλμ για εμφάνιση
- (ειδικότερα) το πρώτο στάδιο της εμφάνισης(4), πριν τη στερέωση
- η διαδικασία δημιουργίας φωτογραφιών από φιλμ
- το χημικό υλικό που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση (5)
- αγόρασα τρία μπουκάλια εμφάνιση και ένα στερέωση
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εμφάνιση
στάδιο επεξεργασίας φιλμ