εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμφάνιση | οι | εμφανίσεις |
γενική | της | εμφάνισης* | των | εμφανίσεων |
αιτιατική | την | εμφάνιση | τις | εμφανίσεις |
κλητική | εμφάνιση | εμφανίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφανίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμφάνιση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμφάνι(σις) (παρουσίαση) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɱˈfa.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐φά‐νι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμφάνιση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμφανίζω/εμφανίζομαι, το να έρχεται κάτι σε σημείο που μπορούν να το δουν
- η μορφή, το παρουσιαστικό κάποιου ατόμου, το πώς φαίνεται στους άλλους
- ↪ Φοράει ό,τι ρούχα νάναι, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την εμφάνισή της.
- (φωτογραφία)
- η διαδικασία δημιουργίας φωτογραφιών από φιλμ
- ↪ Έδωσα το φιλμ για εμφάνιση.
- η διαδικασία μετατροπής φωτογραφικού φιλμ ή άλλου φωτοευαίσθητου υλικού σε μορφή αρνητικο
- (ειδικότερα) το πρώτο στάδιο της εμφάνισης, πριν τη στερέωση
- το χημικό υλικό που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση
- Αγόρασα τρία μπουκάλια εμφάνιση και ένα στερέωση.
- ≈ συνώνυμα: εμφανιστής, εμουλσιόν
- η διαδικασία δημιουργίας φωτογραφιών από φιλμ
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη εμφανής
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμφάνιση
στάδιο επεξεργασίας φιλμ
Πηγές
επεξεργασία- εμφάνιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εμφάνιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)