παρουσιαστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρουσιαστικό < παρουσιάζω + -τικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρουσιαστικό ουδέτερο
- η εξωτερική εμφάνιση ενός ατόμου σαν σύνολο και ειδικότερα του προσώπου του
- (ειδικότερα) η φυσιογνωμία