φυσιογνωμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσιογνωμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυσιογνωμία (μελέτη της φύσης) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική physionomie < υστερολατινική physiognomia, απλολογία για την αρχαία ελληνική φυσιογνωμονία (κρίνοντας ή μελετώντας τα φυσικά χαρακτηριστικά)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε φυσιο- + γνώμ(η) + -ία.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.si.o.ɣnoˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σι‐ο‐γνω‐μί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσιογνωμία θηλυκό
- τα χαρακτηριστικά του προσώπου
- (μεταφορικά) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, η εικόνα, ενός φορέα ή οργανισμού
- ⮡ Προσπαθούν να βελτιώσουν τη φυσιογνωμία της γειτονιάς.
- (μεταφορικά) κάποιος που ξεχωρίζει
- Ο Νικόλας Άσιμος υπήρξε φυσιογνωμία στο ελληνικό ροκ
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φύση και γνώμη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυσιογνωμία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φυσιογνωμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- φυσιογνωμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φυσιογνωμία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φυσιογνωμίᾱ | αἱ | φυσιογνωμίαι |
γενική | τῆς | φυσιογνωμίᾱς | τῶν | φυσιογνωμιῶν |
δοτική | τῇ | φυσιογνωμίᾳ | ταῖς | φυσιογνωμίαις |
αιτιατική | τὴν | φυσιογνωμίᾱν | τὰς | φυσιογνωμίᾱς |
κλητική ὦ! | φυσιογνωμίᾱ | φυσιογνωμίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυσιογνωμίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φυσιογνωμίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυσιογνωμία < → λείπει η ετυμολογία και η σχέση με το φυσιογνωμονία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσιογνωμία θηλυκό
- μελέτη της φύσης, ίσως: φυσιολογία
- άλλη μορφή του φυσιογνωμονία
Παράγωγα
επεξεργασία→ δείτε και τις λέξεις φυσιογνωμονία, φύσις και γνώμη
Πηγές
επεξεργασία- φυσιογνωμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.