πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιογνωμία οι φυσιογνωμίες
      γενική της φυσιογνωμίας των φυσιογνωμιών
    αιτιατική τη φυσιογνωμία τις φυσιογνωμίες
     κλητική φυσιογνωμία φυσιογνωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσιογνωμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυσιογνωμία (μελέτη της φύσης) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική physionomie < υστερολατινική physiognomia, απλολογία για την αρχαία ελληνική φυσιογνωμονία (κρίνοντας ή μελετώντας τα φυσικά χαρακτηριστικά)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε φυσιο- + γνώμ(η) + -ία.
ΔΦΑ : /fi.si.o.ɣnoˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυσιογνωμία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυσιογνωμία θηλυκό

  1. τα χαρακτηριστικά του προσώπου
  2. (μεταφορικά) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, η εικόνα, ενός φορέα ή οργανισμού
    παράδειγμα  Προσπαθούν να βελτιώσουν τη φυσιογνωμία της γειτονιάς.
  3. (μεταφορικά) κάποιος που ξεχωρίζει
    Ο Νικόλας Άσιμος υπήρξε φυσιογνωμία στο ελληνικό ροκ

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις φύση και γνώμη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φυσιογνωμί αἱ φυσιογνωμίαι
      γενική τῆς φυσιογνωμίᾱς τῶν φυσιογνωμιῶν
      δοτική τῇ φυσιογνωμί ταῖς φυσιογνωμίαις
    αιτιατική τὴν φυσιογνωμίᾱν τὰς φυσιογνωμίᾱς
     κλητική ! φυσιογνωμί φυσιογνωμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυσιογνωμί
γεν-δοτ τοῖν  φυσιογνωμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσιογνωμία < λείπει η ετυμολογία και η σχέση με το φυσιογνωμονία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυσιογνωμία θηλυκό

  1. μελέτη της φύσης, ίσως: φυσιολογία
  2. άλλη μορφή του φυσιογνωμονία

Παράγωγα

επεξεργασία