ειδικότερος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ειδικότερος < ειδικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του ειδικός. Δείτε και το αρχαίο εἰδικώτερος.
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ειδικότερος, -η, -ο
- που είναι πιο ειδικός, που οδηγεί από κάτι γενικότερο, σε ένα πιο μικρό υποσύνολο, σε κάτι πιο συγκεκριμένο, πιο εξειδικευμένο, πιο σαφές, πιο λεπτομερές, πιο εντοπισμένο
- συγκριτικός βαθμός που δεν χρησιμοποιείται πάντα κυριολεκτικά, αλλά και όταν κάποιος υπαινίσσεται ευγενικά πως ο συνομιλητής του δεν του λέει τα πάντα ανοιχτά και ειλικρινά
- Σας απασχολεί μήπως κάτι ειδικότερο; (δηλαδή, πάμε και στην ουσία, στο συγκεκριμένο πρόβλημα που κατά βάθος σας απασχολεί)
Επεξεργασία
- ειδικότερα (επίρρημα)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ειδικότερος