συγκεκριμένος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συγκεκριμένος < ελληνιστική μετοχή συγκεκριμένος < αρχαία ελληνική μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγκρίνω
Μετοχή Επεξεργασία
συγκεκριμένος
- ο ορισμένος με σαφήνεια, σε αντιδιαστολή προς οτιδήποτε σχετικό αλλά διαφορετικό, το οποίο μπορεί να εννοηθεί προκαλώντας σύγχυση. Η χρήση της αποσκοπεί στο να αποκλειστεί η ασάφεια και η παρερμηνεία. Χρήση επιθέτου μπορεί επίσης να έχει.
- Χρειάζονται συγκεκριμένες προτάσεις και όχι αερολογίες και γενικούρες.
- Μας ζήτησε το συγκεκριμένο προϊόν γιατί δεν ήθελε ακριβότερο, ο άνθρωπος ήταν σαφής.
- συγκεκριμένα ουσιαστικά: εκείνα που σημαίνουν πρόσωπα, ζώα, πράγματα π.χ. άνδρας, αλεπού, σκευοφυλάκιο, και όχι αφηρημένες έννοιες όπως π.χ. αλήθεια, πίστη
Επεξεργασία
- συγκεκριμένα (επίρρημα)
- συγκεκριμενοποιώ
- συγκεκριμενοποίηση
- με εννοιολογική διαφοροποίηση
Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
συγκεκριμένος
συγκεκριμένα ουσιαστικά