Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνιστικός η ελληνιστική το ελληνιστικό
      γενική του ελληνιστικού της ελληνιστικής του ελληνιστικού
    αιτιατική τον ελληνιστικό την ελληνιστική το ελληνιστικό
     κλητική ελληνιστικέ ελληνιστική ελληνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνιστικοί οι ελληνιστικές τα ελληνιστικά
      γενική των ελληνιστικών των ελληνιστικών των ελληνιστικών
    αιτιατική τους ελληνιστικούς τις ελληνιστικές τα ελληνιστικά
     κλητική ελληνιστικοί ελληνιστικές ελληνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελληνιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hellenistic ή γερμανική hellenistisch

  Επίθετο επεξεργασία

ελληνιστικός -ή -ό

  • (ιστορία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρονική περίοδο από το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου (323 π.X.) ως την ολοκληρωτική κατάκτηση της Mεσογείου από τους Pωμαίους (31 π.X.), κατά την οποία ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στους λαούς που κατέκτησε ο Mακεδόνας βασιλιάς
ελληνιστική εποχή / τέχνη, ελληνιστικά κράτη / χρόνια
  • (γλωσσολογία) η ελληνιστική κοινή γλώσσα, η ελληνική γλώσσα των ελληνιστικών χρόνων, που διαμορφώθηκε με βάση την αρχαία αττική διάλεκτο επηρεασμένη κυρίως από ιωνικά στοιχεία και τοποθετείται χρονικά από το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου ως τον 4ο-5ο αι. μ.X.

  Μεταφράσεις επεξεργασία