Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ.le.nis.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hellénistique hellénistiques

hellénistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό