↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκευοφυλάκιο τα σκευοφυλάκια
      γενική του σκευοφυλακίου
σκευοφυλάκιου
των σκευοφυλακίων
    αιτιατική το σκευοφυλάκιο τα σκευοφυλάκια
     κλητική σκευοφυλάκιο σκευοφυλάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκευοφυλάκιο < μεσαιωνική ελληνική σκευοφυλάκιον[1] / σκευοφυλακεῖον[1] < ελληνιστική κοινή σκευοφυλάκιον[2] < αρχαία ελληνική σκεῦος + φυλάττω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκευοφυλάκιο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) ειδικό μέρος (συνήθως ένα ντουλάπι) σε ναό, όπου φυλάσσονται ιερά σκεύη, άμφια κ.λπ.
  2. (θρησκεία) ειδικός χώρος / οίκημα σε μοναστήρι (ή άλλο ιερό καθίδρυμα), όπου φυλάσσονται και εκτίθενται ιερά σκεύη, άμφια κ.λπ.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 σκευοφυλακεῖον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. σκευοφυλάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.