σκευοφυλάκιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκευοφυλάκιο < μεσαιωνική ελληνική σκευοφυλάκιον < ελληνιστική κοινή σκευοφυλάκιον < σκεῦος + φυλάττω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκευοφυλάκιο ουδέτερο
- (θρησκεία) ειδικό μέρος (συνήθως ένα ντουλάπι) σε ναό, όπου φυλάσσονται ιερά σκεύη, άμφια κ.λπ.
- (θρησκεία) ειδικός χώρος / οίκημα σε μοναστήρι (ή άλλο ιερό καθίδρυμα), όπου φυλάσσονται και εκτίθενται ιερά σκεύη, άμφια κ.λπ.
Επεξεργασία
- σκευοφύλακας
- → δείτε τις λέξεις σκεύος και φυλάττω