μοναστήρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοναστήρι | τα | μοναστήρια |
γενική | του | μοναστηριού | των | μοναστηριών |
αιτιατική | το | μοναστήρι | τα | μοναστήρια |
κλητική | μοναστήρι | μοναστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μοναστήρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοναστήρι < ελληνιστική κοινή μοναστήριον < μοναστήριος[1] < μονάζω < αρχαία ελληνική μόνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.nasˈti.ɾi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοναστήρι ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μοναστηράκι
- Μοναστήρι (τοπωνύμιο)
- μοναστηριακός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοναστήρι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μοναστήρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας