μοναστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μοναστήριον | τὰ | μοναστήριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μοναστηρίου | τῶν | μοναστηρίων | ||||
δοτική | τῷ | μοναστηρίῳ | τοῖς | μοναστηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μοναστήριον | τὰ | μοναστήριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μοναστήριον | μοναστήριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοναστηρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μοναστηρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μοναστήριον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μοναστήριος[1] < μονάζω, μονασ- + -τήριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοναστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- ερημητήριο
- (εκκλησιαστικός όρος) μοναστήρι, μονή
- ※ 4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Vita Antonii, @catholiclibrary.org
- Ὑποστρέψας δὲ εἰς τὸ μοναστήριον, τῶν αὐτῶν εἴχετο σεμνῶν καὶ νεανικῶν πόνων. ∆ιαλεγόμενός τε συνεχῶς, τῶν μὲν ἤδη μοναχῶν τὴν προθυμίαν ηὔξανε, τῶν δὲ ἄλλων τοὺς πλείστους εἰς ἔρωτα τῆς ἀσκήσεως ἐκίνει, καὶ τα χέως, ἕλκοντος τοῦ λόγου, πλεῖστα γέγονε μοναστήρια, καὶ πάντων αὐτῶν ὡς πατὴρ καθηγεῖτο.
- ※ 4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Vita Antonii, @catholiclibrary.org
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μοναστήρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- μοναστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.