μοναστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μοναστήριον | τὰ | μοναστήριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μοναστηρίου | τῶν | μοναστηρίων | ||||
δοτική | τῷ | μοναστηρίῳ | τοῖς | μοναστηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μοναστήριον | τὰ | μοναστήριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μοναστήριον | μοναστήριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοναστηρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μοναστηρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοναστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές επεξεργασία
- μοναστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.