ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μοναστήριον τὰ μοναστήρι
      γενική τοῦ μοναστηρίου τῶν μοναστηρίων
      δοτική τῷ μοναστηρί τοῖς μοναστηρίοις
    αιτιατική τὸ μοναστήριον τὰ μοναστήρι
     κλητική ! μοναστήριον μοναστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μοναστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  μοναστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοναστήριον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μοναστήριος[1] < μονάζω, μονασ- + -τήριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοναστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. ερημητήριο
  2. (εκκλησιαστικός όρος) μοναστήρι, μονή
    ※  4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Vita Antonii, @catholiclibrary.org
    Ὑποστρέψας δὲ εἰς τὸ μοναστήριον, τῶν αὐτῶν εἴχετο σεμνῶν καὶ νεανικῶν πόνων. ∆ιαλεγόμενός τε συνεχῶς, τῶν μὲν ἤδη μοναχῶν τὴν προθυμίαν ηὔξανε, τῶν δὲ ἄλλων τοὺς πλείστους εἰς ἔρωτα τῆς ἀσκήσεως ἐκίνει, καὶ τα χέως, ἕλκοντος τοῦ λόγου, πλεῖστα γέγονε μοναστήρια, καὶ πάντων αὐτῶν ὡς πατὴρ καθηγεῖτο.

  Αναφορές

επεξεργασία