Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονάζω < αρχαία ελληνική μονάζω < μόνος+ κατάληξη -άζω

  Ρήμα επεξεργασία

μονάζω

  1. ζω μόνος
  2. (θρησκεία) ζω ως μοναχός

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία