-άζω
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -άζω < -άζω
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-άζω
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άζω στο Βικιλεξικό
- ξαφνιάζω
- στοιβάζω
- κραυγάζω
- αγκαλιάζω
- ενοικιάζω
- στεγάζω
- στενάζω
- φωνάζω
- μοιράζω
Επεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Ρήματα παράγωγα από άλλα ρήματα ή επιρρήματα που σημαίνουν ότι το υποκείμενο εκτελεί συχνά (θαμά), τα αποκαλούμενα θαμιστικά, ή σε μεγάλο βαθμό εκείνο που δηλώνει το πρωτότυπο, όπως από το στένω το στενάζω.