Ετυμολογία

επεξεργασία
φωνάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φωνάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φων(έω) / φωνῶ + μεταπλασμός με -άζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /foˈna.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐νά‐ζω

φωνάζω, αόρ.: φώναξα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. μιλώ με δυνατή φωνή για να ακουστώ καλά
     συνώνυμα: αλαλάζω, γρούζω, κράζω/κρώζω, κραυγάζω, ξεφωνίζω, ουρλιάζω, σκούζω, ωρύομαι
  2. καλώ κάποιον
    ※  Τρομεραί θυγατέρες, / Εσάς φωνάζω, εσάς, / Τας Εριννύας (Ανδρέας Κάλβος, Εις Χίον, ΙΒ)
    ⮡  Πρέπει να φωνάξουμε υδραυλικό
  3. (μόνο για έμψυχα) αποκαλώ, ονομάζω
    ⮡  Σε φωνάζουν Περσεφόνη ή Φόνη;
  4. (σε κάποιον) επιπλήττω
    ⮡  μη μου φωνάζεις εμένα, δεν είμαι κανένα μικρό παιδί

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φωνή

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (το πράγμα) φωνάζει από μόνο του: είναι ολοφάνερο, "μιλάει" ξεκάθαρα χωρίς λέξεις, είναι πασιφανές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία