Ετυμολογία

επεξεργασία
φωνασκώ < καθαρεύουσα φωνασκῶ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φωνασκέω-ῶ[1] < φωνή + ἀσκέω-ῶ (μαθαίνω να τραγουδώ/απαγγέλλω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.naˈsko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐να‐σκώ

φωνασκώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία