χαρά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρά | οι | χαρές |
γενική | της | χαράς | των | χαρών |
αιτιατική | τη | χαρά | τις | χαρές |
κλητική | χαρά | χαρές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαρά < αρχαία ελληνική χαρά < χαίρω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαρά θηλυκό
- συναίσθημα ευχαρίστησης για μια κατάσταση
- (στον πληθυντικό) ένα σύνολο από ευχάριστα πράγματα
- καιρός να απολαύσουμε τις χαρές του καλοκαιριού
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- γεια χαρά : γεια (σου / σας)
- δίνω χαρά σε κάποιον : προκαλώ ευχαρίστηση σε κάποιον
- (είμαι) μια χαρά / μια χαρούλα : είμαι σε καλή κατάσταση
- κάνω χαρές : εκφράζω την ευχαρίστησή μου
- μετά χαράς : με μεγάλη ευχαρίστηση
- μια χαρά και δυο τρομάρες: ευφημισμός για όχι τόσο καλή κατάσταση ή διάθεση
- παιδική χαρά : ειδικά διαμορφωμένος χώρος με υπαίθρια παιχνίδια
- χαρά Θεού : ηλιόλουστη μέρα
- χαρά σ' αυτόν που... : είναι τυχερός που....
- χαράς ευαγγέλια : χαρμόσυνη είδηση
- στις χαρές σου: (ευχή) στους γάμους σου
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαρά
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
1η κλίση - Ομάδα κατά το «στρατιά» | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χαρᾱ́ | αἱ | χαραί |
γενική | τῆς | χαρᾶς | τῶν | χαρῶν |
δοτική | τῇ | χαρᾷ | ταῖς | χαραῖς |
αιτιατική | τὴν | χαρᾱ́ν | τὰς | χαρᾱ́ς |
κλητική ὦ! | χαρᾱ́ | χαραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαρᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χαραῖν | ||
Παράρτημα |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαρά