χαρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρά | οι | χαρές |
γενική | της | χαράς | των | χαρών |
αιτιατική | τη | χαρά | τις | χαρές |
κλητική | χαρά | χαρές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαρά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χαρά [1] < χαρ- του χαίρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρά θηλυκό
- συναίσθημα ευχαρίστησης για μια κατάσταση
- (στον πληθυντικό) ένα σύνολο από ευχάριστα πράγματα
- καιρός να απολαύσουμε τις χαρές του καλοκαιριού
Εκφράσεις
επεξεργασία- γεια χαρά (γεια σου / σας)
- δίνω χαρά σε κάποιον (προκαλώ ευχαρίστηση σε κάποιον)
- (είμαι) μια χαρά / μια χαρούλα : είμαι σε καλή κατάσταση
- κάνω χαρές
- μετά χαράς
- μια χαρά και δυο τρομάρες: ευφημισμός για όχι τόσο καλή κατάσταση ή διάθεση
- μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά
- παιδική χαρά: ειδικά διαμορφωμένος χώρος με υπαίθρια παιχνίδια
- πετάω απ' τη χαρά μου
- χαρά Θεού: ηλιόλουστη μέρα
- χαρά σ' αυτόν που... : είναι τυχερός που....
- χαρά σε κάποιον: όταν θεωρούμε κάποιον πολύ ευτυχισμένο
- χαράς ευαγγέλια: χαρμόσυνη είδηση
- στις χαρές σου: (ευχή) στους γάμους σου
- χαρά και αγαλλίαση
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαρά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χαρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χᾰρα- | |||||
ονομαστική | ἡ | χαρᾱ́ | αἱ | χαραί | |
γενική | τῆς | χαρᾶς | τῶν | χαρῶν | |
δοτική | τῇ | χαρᾷ | ταῖς | χαραῖς | |
αιτιατική | τὴν | χαρᾱ́ν | τὰς | χαρᾱ́ς | |
κλητική ὦ! | χαρᾱ́ | χαραί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαρᾱ́ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χαραῖν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαρά
Εκφράσεις
επεξεργασία- μετὰ χαρᾶς, μετὰ μεγάλης χαρᾶς, μετὰ πολλῆς χαρᾶς
- σὺν χαρᾷ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χαίρω
Πηγές
επεξεργασία- χαρά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαρά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.