μετά χαράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετά χαράς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετὰ χαρᾶς[1] → δείτε μετά & χαρά στη γενική ενικού
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta‿xaˈɾas/
Έκφραση επεξεργασία
μετά χαράς
- με μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ ευχαρίστως
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετά χαράς
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «χαρά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)