Δείτε επίσης: εὐχαρίστως

Ετυμολογία

επεξεργασία
ευχαρίστως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐχαρίστως (με ευγνωμοσύνη - αρχαία σημασία: ευτυχώς) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avec plaisir [1]

Επίρρημα

επεξεργασία

ευχαρίστως (τροπικό επίρρημα)

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ευχάριστος, ευ και χάρις

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία