Δείτε επίσης: εὐχαρίστως

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευχαρίστως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐχαρίστως (με ευγνωμοσύνη - αρχαία σημασία: ευτυχώς) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avec plaisir [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.fxaˈɾi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐χα‐ρί‐στως
τονικό παρώνυμο: ευχάριστος

  Επίρρημα επεξεργασία

ευχαρίστως (τροπικό επίρρημα)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ευχάριστος, ευ και χάρις

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία