↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευχαρίστηση οι ευχαριστήσεις
      γενική της ευχαρίστησης* των ευχαριστήσεων
    αιτιατική την ευχαρίστηση τις ευχαριστήσεις
     κλητική ευχαρίστηση ευχαριστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευχαριστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευχαρίστηση < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ef.xaˈɾi.sti.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευχαρίστηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία