plaĉo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plaĉo | plaĉoj |
αιτιατική | plaĉon | plaĉojn |
plaĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plaĉo | plaĉoj |
αιτιατική | plaĉon | plaĉojn |
plaĉo (eo)