plezuro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plezuro | plezuroj |
αιτιατική | plezuron | plezurojn |
plezuro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plezuro | plezuroj |
αιτιατική | plezuron | plezurojn |
plezuro (eo)