αίσθημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αίσθημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴσθημα < αἰσθάνομαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.sθi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐σθη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αίσθημα ουδέτερο
- (ψυχολογία)
- η εντύπωση που έχουμε από τα εξωτερικά ερεθίσματα όπως τα λαμβάνουμε από τις αισθήσεις μας
το αίσθημα του ψύχους
- το αποτέλεσμα της επενέργειας εσωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό
το αίσθημα της πείνας, της δίψας, της κόπωσης
- η εντύπωση που έχουμε από τα εξωτερικά ερεθίσματα όπως τα λαμβάνουμε από τις αισθήσεις μας
- η αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας
ξεκινάμε την προσπάθεια με υψηλό αίσθημα ευθύνης
σε όλη του τη ζωή βασανιζόταν από αίσθημα κατωτερότητας
- σύνολο αντιλήψεων και συναισθημάτων που καθορίζουν τη στάση ενός ατόμου ή ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού
άνθρωπος με αισθήματα, το αίσθημα του δικαίου
το κοινό αίσθημα, το θρησκευτικό αίσθημα του λαού
- συναίσθημα
έχω ένα δυσάρεστο αίσθημα, αλλά δεν ξέρω γιατί
αντιμετωπίζει την κατάσταση με ανάμεικτα αισθήματα
- ιδιαίτερα το ερωτικό συναίσθημα
τους συνδέει ένα βαθύ αίσθημα
- (λαϊκότροπο) το πρόσωπο με το οποίο συνδέομαι ερωτικά
Πώς τα πας με το αίσθημα;
Συγγενικά
επεξεργασία- αισθηματικός
- αισθηματίας
- αίσθηση - οι 5 αισθήσεις
- συναίσθημα
→ και δείτε τη λέξη αισθάνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχολογία
συναίσθημα
|
Πηγές
επεξεργασία
- αίσθημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας