sense
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sense | senses |
sense (en)
- (μόνο ενικός) το αίσθημα, η αίσθηση, η συναίσθηση, μια αντίληψη για κάτι· η ικανότητα να κρίνω κάτι
- ⮡ He has a sense of humor.
- Έχει αίσθημα χιούμορ.
- ⮡ I have no sense of direction.
- Δεν έχω αίσθημα προσανατολισμού.
- ⮡ He seemed to have no sense of the danger.
- Φαινόταν να μην έχει αίσθηση του κινδύνου.
- ⮡ He has lost sense of reality.
- Έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας.
- ⮡ He has no sense of beauty/time.
- Δεν έχει αίσθηση/συναίσθηση του ωραίου/του χρόνου.
- ⮡ He remains sober even when everyone around him loses all sense of control.
- Παραμένει νηφάλιος ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής.
- ⮡ He has a sense of humor.
- (μη μετρήσιμο) το νόημα, η εξυπνάδα, λογικός, καλή κατανόηση και κρίση· η γνώση του τι είναι λογική ή πρακτική συμπεριφορά
- ⮡ What’s the sense in going?
- Τι νόημα έχει να πάμε;
- ⮡ There’s no sense in continuing the fight.
- Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε τον αγώνα.
- ⮡ If you had the sense to accept their offer…
- Αν είχες την εξυπνάδα να δεχτείς την προφορά τους…
- ⮡ There’s a lot of sense in what he says.
- Είναι πολύ λογικά αυτά που λέει.
- ⮡ What’s the sense in going?
- η έννοια, το νόημα, η λογική, η σημασία που έχει μια λέξη ή φράση· ένας τρόπος να καταλάβω κάτι
- ⮡ a word with several senses - μια λέξη με πολλές έννοιες/σημασίες
- ⮡ the sense of a word - το νόημα μιας λέξης
- ⮡ in the broadest sense of the word - με την πιο πλατιά έννοια της λέξης
- ⮡ in the strict sense of the word - με τη στενή/την αυστηρή έννοια της λέξης
- ⮡ There’s no sense in what you’re saying.
- Δεν υπάρχει λογική σ' αυτά που λέει.
- ⮡ He is an idiot in every sense of the word.
- Είναι ένας βλάκας με όλη τη σημασία της λέξης.
- ⮡ What you say is true in a sense.
- Αυτά που λες είναι αλήθεια κατά μία άποψη.
- ⮡ in the literal sense - στην κυριολεξία
- ≈ συνώνυμα: meaning και use
- η αίσθηση, η λειτουργία του οργανισμού με την οποία προσλαμβάνονται τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος (όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση)
- ⮡ the five senses - οι πέντε αισθήσεις
- ⮡ I have a keen sense of hearing/smell.
- Έχω οξεία ακοή/όσφρηση.
- το αίσθημα, η αίσθηση, η συναίσθηση, ένα συναίσθημα για κάτι σημαντικό
- ⮡ He got the sense that his presence was unwelcome.
- Είχε το αίσθημα ότι η παρουσία του ήταν ανεπιθύμητη.
- ⮡ I’m getting the sense that you’re telling me lies.
- Έχω την αίσθηση ότι μου λες ψέματα.
- ⮡ She has a sense of responsibility.
- Έχει αίσθημα/συναίσθηση ευθύνης.
- ⮡ He has no sense of shame.
- Δεν έχει συναίσθημα ντροπής.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη feeling
- ⮡ He got the sense that his presence was unwelcome.
- (μόνο πληθυντικός) τα λογικά, μια φυσιολογική ψυχική κατάσταση· η ικανότητα να σκέφτεται καθαρά
- ⮡ He’s coming to his senses.
- Έρχεται στα λογικά του.
- ⮡ You brought him to his senses
- Τον έφερες στα λογικά του.
- ⮡ He’s coming to his senses.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | sense |
γ΄ ενικό ενεστώτα | senses |
αόριστος | sensed |
παθητική μετοχή | sensed |
ενεργητική μετοχή | sensing |
sense (en)
- έχω το αίσθημα, διαισθάνομαι, αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι παρόλο που δεν μπορώ να το δω, να το ακούσω κτλ.
Πηγές
επεξεργασία- sense (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- sense (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 19, 294, 310, 508, 588, 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: αισθάνομαι, αίσθημα, αίσθηση, έννοια, εξυπνάδα, λογική, λογικό, νόημα, συναίσθημα, συναίσθηση