senseless
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | senseless |
συγκριτικός | more senseless |
υπερθετικός | most senseless |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
senseless (en)
- αναίσθητος (χωρίς τις αισθήσεις του)
- χωρίς νόημα, ανόητος, ηλίθιος, που γίνεται χωρίς σκέψη
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- senseless - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 71, 361. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανόητος, ηλίθιος