• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

όσφρηση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όσφρηση οι οσφρήσεις
      γενική της όσφρησης
& οσφρήσεως
των οσφρήσεων
    αιτιατική την όσφρηση τις οσφρήσεις
     κλητική όσφρηση οσφρήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

όσφρηση < αρχαία ελληνική ὄσφρησις

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɔ.sfɾi.si/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

όσφρηση θηλυκό

  • αίσθηση χάρη στην οποία ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται τις οσμές

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    όσφρηση
  • αγγλικά : olfaction (en), smell (en)
  • γαλλικά : odorat (fr), olfaction (fr)
  • γερμανικά : Geruchssinn (de)
  • πολωνικά : węch (pl)
  • τσεχικά : čich (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=όσφρηση&oldid=4864602"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 11:15

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 11:15.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie