• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

όσφρηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όσφρηση οι οσφρήσεις
      γενική της όσφρησης* των οσφρήσεων
    αιτιατική την όσφρηση τις οσφρήσεις
     κλητική όσφρηση οσφρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οσφρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
όσφρηση < αρχαία ελληνική ὄσφρησις

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈo.sfɾi.si/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

όσφρηση θηλυκό

  • αίσθηση χάρη στην οποία ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται τις οσμές

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    όσφρηση
  • αγγλικά : olfaction (en), smell (en)
  • γαλλικά : odorat (fr), olfaction (fr)
  • γερμανικά : Geruchssinn (de)
  • πολωνικά : węch (pl)
  • σλοβακικά : čuch (sk)
  • τσεχικά : čich (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=όσφρηση&oldid=5578985"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Αυγούστου 2022, στις 11:15

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Limburgs
    • Polski
    • Sängö
    • Slovenčina
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Αυγούστου 2022, στις 11:15.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας