Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
smell smells

smell (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μυρωδιά, η οσμή
    ⮡  the smell of burning wood - η μυρωδιά του καιόμενου ξύλου
    ⮡  a pleasing/unpleasant smell - ευχάριστη/δυσάρεστη οσμή
     συνώνυμα: odor, scent
  2. (μη μετρήσιμο) η όσφρηση, η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι τις οσμές
    ⮡  I have a keen sense of smell.
    Έχω οξεία όσφρηση.
     συνώνυμα: olfaction, scent

για ευχάριστες οσμές:

για δυσάρεστες οσμές:

ενεστώτας smell
γ΄ ενικό ενεστώτα smells
αόριστος smelled, smelt
παθητική μετοχή smelled, smelt
ενεργητική μετοχή smelling

smell (en)

  1. μυρίζω, μοσχοβολώ, ευωδιάζω, αναδίδω μια μυρωδιά
    ⮡  The blooming lemon trees smell.
    Μυρίζουν οι ανθισμένες λεμονιές.
    ⮡  This soap smells really nice.
    Αυτό το σαπούνι μυρίζει πολύ όμορφα.
    ⮡  It smells like something is burning.
    Μου μυρίζει σαν κάτι να καίγεται.
    ⮡  The air smells good.
    Ο αέρας/το φαΐ μοσχοβολάει.
    ⮡  The roses smell sweet.
    Τα τριαντάφυλλα μοσχοβολούσαν.
    ⮡  It smells of freshly-baked bread.
    Ευωδιάζει το φρεσκοψημένο ψωμί.
  2. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή, όχι στα continuous tenses, συχνά με can και could) μυρίζω, κάτι μου μυρίζει, οσφραίνομαι, αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση μία μυρωδιά
    ⮡  I am smelling a flower.
    Μυρίζω ένα λουλούδι.
    ⮡  Do you smell anything strange?
    Σου μυρίζει τίποτα περίεργο;
    ⮡  He smelled the air with delight.
    Οσφράνθηκε τον αέρα με ηδονή.
  3. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses, συχνά με can και could) μυρίζω, μπορώ να αντιληφθώ μια μυρωδιά
    ⮡  I can’t smell because of the strong cold.
    Δεν μπορώ να μυρίσω από το πολύ συνάχι.
    ⮡  He has a cold and can’t smell.
    Είναι συναχωμένος και δεν μπορεί να μυρίσει.
  4. (μεταβατικό) μυρίζω, μυρίζομαι, προσπαθώ να αντιληφθώ μία μυρωδιά
    ⮡  Smell this fish.
    Για μύρισε αυτό το ψάρι.
    ⮡  The dog is smelling the ground searching for traces of prey.
    Ο σκύλος μυρίζει το χώμα ψάχνοντας τα ίχνη του θηράματος.
    ⮡  The cat smelled a mouse.
    Η γάτα μυρίστηκε ποντίκι.
     συνώνυμα: sniff
  5. (αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) βρομάω, μυρίζω, αναδίδω μία δυσάρεστη μυρωδιά
    ⮡  This fish smells.
    Αυτό το ψάρι βρομάει.
    ⮡  His feet smell.
    Τα πόδια του μυρίζουν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stink
  6. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) μυρίζομαι, οσμίζομαι, νιώθω ότι κάτι υπάρχει ή πρόκειται να συμβεί
    ⮡  I smell danger.
    Μυρίζομαι κίνδυνο.
    ⮡  I smell a scam.
    Οσμίζομαι απάτη.