βρομάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾoˈma.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐μά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαβρομάω, -άς, -άει.../(βρομώ), πρτ.: βρόμαγα/βρομούσα, αόρ.: βρόμησα[1] (χωρίς παθητική φωνή)
- έχω άσχημη οσμή
- (μεταφορικά) υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις κλπ.
- σαπίζω, χαλάω (κυρίως για φαγητό)
- (συνεκδοχικά) είμαι ακάθαρτος, άπλυτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- βρομάω ολόκληρος: επιτατική έκφραση για το: είμαι πάρα πολύ βρόμικος
- το ψάρι βρομάει απ' το κεφάλι: η διαφθορά ξεκινά από τις ανώτερες θέσεις μιας οργάνωσης ή ομάδας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βρομάω - βρομώ | βρομούσα - βρόμαγα | θα βρομάω - βρομώ | να βρομάω - βρομώ | βρομώντας | |
β' ενικ. | βρομάς | βρομούσες - βρόμαγες | θα βρομάς | να βρομάς | βρόμα - βρόμαγε | |
γ' ενικ. | βρομάει - βρομά | βρομούσε - βρόμαγε | θα βρομάει - βρομά | να βρομάει - βρομά | ||
α' πληθ. | βρομάμε - βρομούμε | βρομούσαμε - βρομάγαμε | θα βρομάμε - βρομούμε | να βρομάμε - βρομούμε | ||
β' πληθ. | βρομάτε | βρομούσατε - βρομάγατε | θα βρομάτε | να βρομάτε | βρομάτε | |
γ' πληθ. | βρομάν(ε) - βρομούν(ε) | βρομούσαν(ε) - βρόμαγαν - βρομάγανε | θα βρομάν(ε) - βρομούν(ε) | να βρομάν(ε) - βρομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βρόμησα | θα βρομήσω | να βρομήσω | βρομήσει | ||
β' ενικ. | βρόμησες | θα βρομήσεις | να βρομήσεις | βρόμα - βρόμησε | ||
γ' ενικ. | βρόμησε | θα βρομήσει | να βρομήσει | |||
α' πληθ. | βρομήσαμε | θα βρομήσουμε | να βρομήσουμε | |||
β' πληθ. | βρομήσατε | θα βρομήσετε | να βρομήσετε | βρομήστε | ||
γ' πληθ. | βρόμησαν βρομήσαν(ε) |
θα βρομήσουν(ε) | να βρομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βρομήσει | είχα βρομήσει | θα έχω βρομήσει | να έχω βρομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βρομήσει | είχες βρομήσει | θα έχεις βρομήσει | να έχεις βρομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βρομήσει | είχε βρομήσει | θα έχει βρομήσει | να έχει βρομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βρομήσει | είχαμε βρομήσει | θα έχουμε βρομήσει | να έχουμε βρομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βρομήσει | είχατε βρομήσει | θα έχετε βρομήσει | να έχετε βρομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βρομήσει | είχαν βρομήσει | θα έχουν βρομήσει | να έχουν βρομήσει |
|
- σημείωση: η μετοχή βρομισμένος, από το ρήμα βρομίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυρίζω άσχημα