Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλιοβρόμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παλιοβρόμ
α
οι
παλιοβρόμ
ες
γενική
της
παλιοβρόμ
ας
των
παλιοβρομ
ών
αιτιατική
την
παλιοβρόμ
α
τις
παλιοβρόμ
ες
κλητική
παλιοβρόμ
α
παλιοβρόμ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλιοβρόμα
<
παλιο-
+
βρόμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλιοβρόμα
θηλυκό
υβριστικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλιοβρόμα