βρόμα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρόμα | οι | βρόμες |
γενική | της | βρόμας | — | |
αιτιατική | τη | βρόμα | τις | βρόμες |
κλητική | βρόμα | βρόμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βρόμα < μεσαιωνική ελληνική *βρόμα (όπως βρομιάρης)[1] < αρχαία ελληνική βρομέω / βρομῶ < βρέμω. Για τη γραφή με όμικρον ή ωμέγα → δείτε τη λέξη βρομώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρό‐μα
- τονικό παρώνυμο: βρομά
Ουσιαστικό
βρόμα θηλυκό
- δυσάρεστη μυρωδιά
- η έλλειψη καθαριότητας
- για πράξη ανήθικη
- έκφραση: βγάζω βρόμα (αποκαλύπτω σκάνδαλα και προστυχιές)
- (μεταφορικά) ανήθικη, πρόστυχη γυναίκα
Άλλες γραφές
Εκφράσεις
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη βρομάω
Μεταφράσεις
- ↑ βρόμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.