Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρομισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βρομισμέν
ος
η
βρομισμέν
η
το
βρομισμέν
ο
γενική
του
βρομισμέν
ου
της
βρομισμέν
ης
του
βρομισμέν
ου
αιτιατική
τον
βρομισμέν
ο
τη
βρομισμέν
η
το
βρομισμέν
ο
κλητική
βρομισμέν
ε
βρομισμέν
η
βρομισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βρομισμέν
οι
οι
βρομισμέν
ες
τα
βρομισμέν
α
γενική
των
βρομισμέν
ων
των
βρομισμέν
ων
των
βρομισμέν
ων
αιτιατική
τους
βρομισμέν
ους
τις
βρομισμέν
ες
τα
βρομισμέν
α
κλητική
βρομισμέν
οι
βρομισμέν
ες
βρομισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βρομισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βρομίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρομισμένος
αγγλικά
:
soiled
(en)